Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Ιστορίας του Νεοελληνικού Κράτους και συνδέεται άρρηκτα με τη διατήρηση και την ανάδειξη της μακραίωνης πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου.
Η πρώτη και αρχική μορφή του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου θεσμοθετείται ήδη το 1834. Πρόκειται για την «Κεντρική Επιτροπή», που συστάθηκε με βάση το Νόμο 10/22.5.1834 της Αντιβασιλείας, «Περὶ τῶν ἐπιστημονικῶν καὶ τεχνολογικῶν συλλογῶν, περὶ ἀνακαλύψεως καὶ διατηρήσεως τῶν ἀρχαιοτήτων καὶ τῆς χρήσεως αὐτῶν». Η «Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ» και η Αρχαιολογική Υπηρεσία, που επίσης συστήνεται λίγο μετά την εδραίωση του Νεοελληνικού Κράτους, θέτουν ως άμεση προτεραιότητα την προστασία, οργάνωση και διαχείριση των αρχαιοτήτων και την ένταξή τους στη νεοελληνική πραγματικότητα.
Η σύνθεση της Επιτροπής ορίζεται με το Βασιλικό Διάταγμα 16/28.11.1836 «Περὶ διορισμοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς διὰ τὰς Ἀρχαιότητας». Η πρώτη συνεδρίαση του οργάνου λαμβάνει χώρα στις 13 Μαΐου 1837. Το παλαιότερο ελληνικό αρχαιολογικό περιοδικό, η «Ἀρχαιολογικὴ Ἐφημερίς», που έκτοτε έχει θέσει τη σφραγίδα του στην ελληνική αρχαιολογική έρευνα, είναι δημιούργημα της Επιτροπής.
Την πρώτη «Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ» διαδέχεται η «Ἀρχαιολογικὴ Ἐπιτροπὴ» (Νόμος ΒΧΜΣΤ΄/1899 «Περὶ Ἀρχαιοτήτων» και Βασιλικό Διάταγμα 11.8.1899 «Περὶ Ἀρχαιολογικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ περὶ κανονισμοῦ τῆς ὑπηρεσίας αὐτῆς»). Η «Ἀρχαιολογικὴ Ἐπιτροπὴ» συστήνεται ως νέος θεσμός με διευρυμένες ευθύνες, ενώ περιβάλλεται και με το ανάλογο κύρος.
Τη θέση και την ευθύνη του οργάνου κληρονομεί το «Ἀρχαιολογικὸν Συμβούλιον» (Νόμος ΓΨΛ΄ 3730/1910) και, σε τελικό στάδιο, το «Κεντρικὸν Ἀρχαιολογικὸν Συμβούλιον» με βάση το Προεδρικό Διάταγμα 890/ 4.11.1977.
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, κληρονόμος των Επιτροπών του 19ου και του 20ου αιώνα, συγκροτείται και λειτουργεί σήμερα με βάση το Νόμο 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», και την κατ΄ εξουσιοδότηση του ιδίου Νόμου Υπουργική Απόφαση ΥΠΠΟ/ΔΟΕΠΥ/ΤΟΠΥΝΣ/14/3698/20.1.2004 (ΦΕΚ 70/Β/20.1.2004).
Η ιστορική εξέλιξη του θεσμού παρακολουθεί την ιστορία του Ελληνικού Κράτους και διαμορφώνεται από αυτήν. Κατά συνέπεια η σύνθεση, οι αρμοδιότητες και η λειτουργία του, έχουν υποστεί μεταβολές, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις εκάστοτε πολιτικές, κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες, που με τη σειρά τους συμβάλλουν στη μεταβολή των πρακτικών της προστασίας και στη διαφοροποίηση των αντιλήψεων για την πολιτιστική κληρονομιά και των θέσεων στο θέμα της προστασίας της ανάδειξης και της διαχείρισης του μνημειακού πλούτου.
Τα μέλη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου προέρχονται από τον χώρο της επιστήμης, της εκπαίδευσης, της τέχνης και της αρχαιολογικής έρευνας. Προσωπικότητες όπως ο Κυριακός Πιττάκης, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892), ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο Μανόλης Χατζηδάκης, ο Παναγιώτης Μιχελής, ο Σπυρίδων Μαρινάτος, ο Νικόλαος Πλάτωνας, ο Μανόλης Ανδρόνικος διετέλεσαν μέλη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Το μείζονος σημασίας γνωμοδοτικό όργανο έχει καθοριστικό ρόλο στην προστασία των αρχαιοτήτων, στην αναστήλωση των μνημείων, στην ανάδειξη και διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων, στην ανέγερση και διαχείριση των μουσείων, στην ανασκαφική δραστηριότητα των Εφορειών Αρχαιοτήτων, των Ανωτάτων Ερευνητικών Ιδρυμάτων, των Ερευνητικών Κέντρων και των Ξένων Αρχαιολογικών Σχολών, οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, η συμβολή του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου στην ανάδειξη της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς έχει καίρια και καθοριστική σημασία.
«Ἐν Ἀθήναις σήμερον συνῆλθεν ἐν συνεδρία ἡ Ἀρχαιολογική Ἐπιτροπή…»
Αναλυτικότερη παρουσίαση της ιστορίας του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου στο 19ο αιώνα στη σχετική ανακοίνωση με τίτλο «Ἐν Ἀθήναις σήμερον συνῆλθεν ἐν συνεδρία ἡ Ἀρχαιολογική Ἐπιτροπή…» (υπό έκδοση) στο πλαίσιο του Συνεδρίου: «Περί τῶν Ἀρχαιοτήτων ἰδίως. Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα μέσα από τις πηγές του Αρχείου των Υπηρεσιών των Αρχαιοτήτων», που πραγματοποιήθηκε στις 22-24/10/2014 από τη Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων του ΥΠΠΟΑ.